Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Στα Κορέστεια

  Μία κοιλάδα, ένα σύνολο από χωριά, άγνωστα σε πολύ κόσμο, αλλά με τα περισσότερα και καλύτερα διατηρημένα δείγματα αρχιτεκτονικής με χώμα στην Ελλάδα. Καιρό σκεφτόμουν να τα επισκεφτώ και η ευκαιρία προέκυψε τον περασμένο χειμώνα, σε ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής στην ΒΔ Μακεδονία.
    Φλεβάρης μήνας μικρή η διάρκεια της μέρας, λίγες οι μέρες του ταξιδιού, περιορισμένο το ενδιαφέρον της συντροφιάς μου για το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής με πηλό, ό,τι έπρεπε να γίνει, έπρεπε να γίνει γρήγορα και προφανώς να επιλέξω μόνο ένα χωριό, το γνωστότερο, δηλαδή τον Κρανιώνα. Στην Καστοριά μας είχαν προετοιμάσει για ένα πολύ ενδιαφέρον θέαμα, αλλά και για έναν εξαιρετικά κακοτράχαλο δρόμο, αφού ο κεντρικός είχε κλείσει λόγω κατολίσθησης. Πράγματι η διαδρομή θύμιζε την "ανάβαση στον ουρανό" του Μπουνιουέλ: σε σχετικά λίγα χιλιόμετρα ανεβαίνουμε πολύ σε υψομετρο, ο δρόμος έχει διαλυθεί, δεν είναι απλά λακούβες, αλλά από τον παγετό και τις συστολοδιαστολές έχει φύγει όλη η άσφαλτος και έχουν μείνει τα σκύρα, που απειλούν να τρυπήσουν το σασί από το δικό μας αυτοκίνητο, αλλά και τις ελάχιστες νταλίκες και IX που συναντάμε (κυρίως mercedes με αλβανικές πινακίδες). Σύντομα κατεβαίνουμε και μπαίνουμε σε δάσος φυλλοβόλων, τα οποία βρίσκονται σε νάρκη βέβαια και στο χώμα μία λεπτή στρώση από τις πρόσφατες χιονοπτώσεις. Σε λίγο πέφτουμε στην κοιλάδα των Κορέστιων, αναπάντεχα ήπιο ανάγλυφο, ένα ποτάμι κυλάει, χωράφια περιμένουν να φυτευτούν πάλι με φασόλια και χωριά έρημα με σκόρπια δείγματα χωμάτινης αρχιτεκτονικής. 
  Στο τέλος της κοιλάδας, φτάνουμε και στον Κρανιώνα. Όπως και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής, ερήμωσε στον Εμφύλιο, με αποτέλεσμα τα σπίτια να μείνουν σχεδόν όπως ήταν και τότε, με ελάχιστες παρεμβάσεις και κάποιες απώλειες από σπίτια που δεν άντεξαν. Εντωμεταξύ η συνοδηγός έχει αποκοιμηθεί από τις συνεχείς στροφές αλλά και το φλεβαριάτικο ήλιο και πρέπει να μπω στο χωριό μόνος μου. Παρκάρω το αυτοκίνητο στην είσοδο του χωριού, φορτώνομαι τις δύο φωτογραφικές στο κάθε χέρι, φιλμάτη και ψηφιακή, και μπαίνω σαν άλλος cowboy στο χώριο. Φτάνω σε ένα μέρος που περίμενα καιρό να επισκεφτώ, να το μελετήσω να μπω στα σπίτια και να φωτογραφήσω, αλλά νιώθω σαν εισβολέας, σαν παρείσακτος. Απόλυτη ησυχία, το παραμικρό αεράκι ταρακουνάει κάποιον μουσαμά ή κάποιον τσίγκο και μεγαλώνει τον αδικαιολόγητο φόβο μου. Παίρνω κάποιες αδιάφορες και γενικές φωτογραφίες, χωρίς να τολμάω να μπω στο εσωτερικό κάποιου σπιτιού, λες και ο ιδιοκτήτης θα επιστρέψει μετά από 60 χρόνια να μου ζητήσει το λόγο. Φτάνοντας σε μία κατηφόρα μία μίνι αγέλη από σκυλιά λιάζεται. Ευτυχώς με βλέπουν από μακριά, αλλά η παρουσία τους οριοθετεί και το όριο της βόλτας μου στο χωριό. Γυρίζω πίσω τελειώνω το φιλμ που βρίσκεται στη φωτογραφική, είμαι πολύ νευρικός για να αλλάξω τώρα άλλο και απροσδόκητα ένα αυτοκίνητο με ένα ζευγάρι τουριστών μπαίνουν στο χωριό και με ρωτάνε πού να δούνε τί. Ξαφνικά η ιδέα πως υπάρχει και άλλη ζωντανή παρουσία στο χωριό με χαλαρώνει. Βγάζω την ψηφιακή και επισκέπτομαι και το υπόλοιπο χωριό, μέχρι το σημείο που βρίσκονται τα σκυλιά βέβαια, είπαμε…! 


  Πολλά σπίτια του χωριού βρίσκονται σε απροσδόκητα καλή κατάσταση, κάποια έχουν πέσει και κάποια βρίσκονται είναι ετοιμόροπα. Είναι τέτοια η φύση της χωμάτινης αρχιτεκτονικής, που από τη στιγμή που το νερό βρίσκει το πρώτο σπασμένο κεραμίδι, όλα γίνονται σχετικά γρήγορα. Διστάζω να μπω στο εσωτερικό τους γιατί δεν ξέρεις πότε ακριβώς πότε μπορεί να φύγει κάποιο μαδέρι, αλλά φαίνονται από έξω ίχνη χρωμάτων και διακόσμησης σε κάποιους τοίχους. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως ό,τι σώζεται είναι χωμάτινο, αφού το χωριό άδειασε στον Εμφύλιο, αν και από ότι μάθαμε κάποια σπίτια χρησιμοποιούνται σαν στάβλοι. Βρίσκομαι σε ένα πλάτωμα του δρόμου και μπροστά μου 4 σπίτια που βρίσκονται σε όλο το πλάτος του οπτικού μου πεδίου, δημιουργούν ένα ξεχωριστό σκηνικό. Δεν γίνεται να μην θαυμάσεις το πως διατηρούνται ασυντήρητα τα σπίτια αυτά τόσα χρόνια, ο μηχανικός μέσα μου αναρωτιέται μήπως είχαν κάποιο μυστικό στον τρόπο δόμησης ή στην αναλογία χώματος που χρησιμοποιούσαν, ο φίλος της ιστορίας κάτω από ποιες συνθήκες έφυγαν, πόσο γρήγορα και πού να βρίσκονται τώρα οι απόγονοι των κατοίκων. Στέκομαι στο πλάτωμα και προσπαθώ να φανταστώ με ποιο τρόπο θα μπορούσαν τα σπίτια και τα χωριά αυτά να συντηρηθούν και να σωθούν. Καθώς ανεβαίνω τις στροφές για να επιστρέψω στην Καστοριά, η φωνή της λογικής μέσα μου απαντάει πως δεν γίνεται να βρεθεί καμία χρήση για τα κτίσματα αυτά, πόσο μάλλον σαν σπίτια, οπότε έριξα μία τελευταία ματιά στην κοιλάδα και ευχήθηκα να καταφέρω να επιστρέψω σύντομα με περισσότερο χρόνο, έτσι ώστε να προλάβω κάποια από τα σπίτια αυτά ακόμα όρθια.











Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Με τα ποδήλατα στην Αίγινα

  Αρχές του Μάη και Σάββατο πρωί φορτώνουμε τα ποδήλατα με μια παρέα στο φέρι με προορισμό την Αιγίνα. Σχεδόν όλοι έχουμε ξαναπάει αρκετές φορές, παρ' όλα αυτά ανυπομονούμε να βρεθούμε στο κατ' εξοχήν, τουλάχιστον για εμάς τους Αθηναίους, ποδηλατικό νησί. 
 Τρώγοντας την κρύα πια μπουγάτσα στο κατάστρωμα και απολαμβάνοντας τον "καραβίσιο" φραπέ, αναρωτιέμαι για ποιό λόγο επιλέξαμε να ξυπνήσουμε από τα μαύρα χαράματα για να βρεθούμε σε ένα νησί που έχουμε επισκεφτεί πολλάκις και σε κάθε περίπτωση δεν έχει τις φοβερές παραλίες, ακόμα και με τα δεδομένα της Αττικής. Ίσως να είναι η διαδικασία του φέρι, το φόρτωνε-ξεφόρτωνε, μπες βγες από το λιμάνι, η μία ώρα και κάτι στο πλοίο, που σε μεταφέρει σε κλίμα διακοπών. Βοηθάει και το ίδιο το πλοίο,  που θυμίζει εποχές που "βασιλοβάπορα" με γυναικεία ονόματα μας πήγαιναν σε μακρινά νησιά μετά από μία σύντομη "κρουαζιέρα" στο Αιγαίο. 
Φτάνουμε στο λιμάνι. Στρίβουμε αριστερά και στην πρώτη ανηφόρα δίπλα στην Κολώνα σε χτυπάει η μυρωδιά του πεύκου. Η διαδρομή ακόμα υπό διαμόρφωση. Το νησί και το ανάγλυφο του, σου επιτρέπει τρεις τουλάχιστον διαδρομές και συνδυασμούς τους, ώστε να διαλέξεις ανάλογα με το επίπεδο, τη διάθεση και το χρόνο. Tελικά επιλέγουμε να ξεκινήσουμε με τη βορεινή ακτή, έχοντας τη θάλασσα στα αριστερά μας. Διαδρομή πολύ ήσυχη περνάει από κάποια όμορφα παλιά εξοχικά και το 80ς θέρετρο της Σουβάλας,   στάση στη Βαγία για ραχάτι στην παραλία. Κάποιοι τολμούν τη βουτιά, οι υπόλοιποι αρκούμαστε σε δύο μπύρες κάτω από τα αλμυρίκια, πού όρεξη για Αφαία αυτή τη φορά, επιστροφή στην πόλη μέσω Μεσαγρού. Το τοπίο αλλάζει, τα σπίτια αραιώνουν, η βλάστηση πυκνή κατά τόπους και μία χορταστική κατηφόρα με πανοραμική θέα πριν την Αίγινα. Συνεχίζουμε για Πέρδικα στην κλασική διαδρομή του νησιού, η θάλασσα συνέχεια δίπλα μας, τσιμπάμε κάτι δίπλα στο λιμανάκι, την camera obscura πάλι δεν την προλάβαμε, δεν πειράζει να μένει πάντα κάτι σαν εκρεμμότητα. 
Η ομορφιά του νησιού βρίσκεται στις μικρές γωνιές, χωρίς τίποτα το συγκλονιστικό όμως, ώστε να μην γίνεται το νησί top προορισμός και έτσι ώστε να σε αφήνουν να το απολαύσεις χωρίς άγχος: μία συμπαθητική πρωτεύουσα, χωρίς να είναι όμως κάτι το ιδιαίτερο ακόμα και για τα δεδομένα του Σαρωνικού, μικρά κολπάκια με όμορφα ξωκλήσια, αλλά και κουφάρια εγκαταλελειμένων ξενοδοχείων, καθαρά νερά, αλλά με μικρές αμμουδιές, πευκώνες και φρυγανότοποι, και μία πολύ όμορφη κόντρα να καταλήγει στο Ναό της Αφαίας.
Θα ξαναπάμε...

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Πετάλι στην Αθήνα

Εδώ και καιρό σκεφτόμουν να γράψω κάποιες σκέψεις για το πώς βλέπω σήμερα τη σχέση ποδήλατου και πόλης, αλλά ποτέ δεν το έκανα. Ώσπου πριν λίγες μέρες μία συνηθισμένη μετακίνηση με ποδήλατο για δουλειά, μου έδωσε την αφορμή να καταγράψω τις καταστάσεις που ζει κανείς καθημερινά κάνοντας πετάλι, καθώς και κάποια προσωπικά συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτές.


Τετάρτη πρωί. Μία από τις, όλο και πιο σπάνιες δουλειές, με καλεί στο Σύνταγμα και στο Παλιό Φάληρο, ενώ για πρώτη φορά εδώ και μέρες έχει υποχωρήσει ο χιονιάς και έξω υπάρχει ο ήλιος κρυμμένος πίσω από την πρωινή υγρασία. Ευκαιρία για να κατέβω με το ποδήλατο, business and pleasure που λένε. Κατεβαίνω την Πεντέλης, το πρωινό αεράκι με ξυπνάει όσο 5 διπλοί εσπρέσο, στην πλατεία Δούρου το γνωστό μποτιλιάρισμα, με προσοχή κάνω σλάλομ λίγο στο άλλο ρεύμα, λίγο στο πεζοδρόμιο, γρήγορα βρίσκομαι πρώτος στο φανάρι. Μπαίνω μέσα από Ν. Ψυχικό για να αποφύγω την Κηφισίας, η πυκνότητα λακούβας ανά τρέχον μέτρο απογειώνεται. Αναγκαστικά κόβω ταχύτητα, η κήλη στη μέση με αναγκάζει να σηκώνομαι σε κάθε σχεδόν κραδασμό, μοιραία οι οδηγοί από πίσω μου καθυστερούν, ο δρόμος έχει μία λωρίδα και τα ανοίγματα για να με προσπεράσει κανείς λίγα.
Βγαίνω Σεβαστουπόλεως αραιή κίνηση, αν και τόσο κοντά στην Κηφισίας, στο τέλος η γνωστή κατηφόρα για να βγω Φειδιπίδου, στην οποία απαγορεύεται να μπω, αλλά η εναλλακτική είναι Κηφισίας και δύο φανάρια. Κατεβαίνω με προσοχή στο τέλος ένας ταξιτζής μπαίνει στο δρόμο, ξαφνιάζεται που με βλέπει και κορνάρει κάπως ήπια. Σηκώνω το χέρι, έχει δίκιο.
Καλά τη βγάλαμε με τα στενάκια, μπαίνω Βασ. Σοφίας. Δεν έχεις άλλη επιλογή για να βγεις Σύνταγμα. Πολύ κίνηση και μεγάλες ταχύτητες δίπλα σου, στην κατηφόρα έχει πλάκα, στην ανηφόρα όχι τόσο. Στο ύψος της Μαβίλη αρχίζει το πανηγύρι, φαγωμένο οδόστρωμα, λακούβες, μπαίνω στη λεωφορειολωρίδα, το λεωφορείο πίσω μου κορνάρει γιατί υπάρχει και μία τσιμεντένια λωρίδα δεξιά, μπαίνω εκεί, αυτή ξαφνικά σταματάει, ξαναμπαίνω στη λεωφορειολωρίδα, στην οποίο κάθε προσπάθεια να μπεις ή να βγεις είναι φοβερά επικίνδυνη, αφού τα φωσφοριζέ σημάδια μπορούν να σε ρίξουν κάτω για πλάκα. Στρίβω στο Χίλτον, ένα λεωφορείο είναι σταματημένο στη στάση, το προσπερνάω, αυτό ξεκινάει από τη στάση με προσπερνάει στα 500 μέτρα καινούρια στάση το ξαναπροσπερνάω, η ίδια δουλειά μέχρι το Σύνταγμα. Σκέφτομαι πως αν έπρεπε να φτιάξουν ένα ποδηλατόδρομο κάπου στην Αθήνα, θα έπρεπε να ξεκινήσουν από εδώ ακριβώς.
Τελειώνω τη δουλειά στο Σύνταγμα, πρέπει να πάω Παλιό Φάληρο και λίγο ο φόβος για τις υπερβολικά μεγάλες λεωφόρους, λίγο η όρεξη να πάω μέσα από γειτονιές με οδηγεί να κινηθώ παράλληλα με το τραμ στη Νέα Σμύρνη. Κάθε διασταύρωση με τις γραμμές θέλει πολλή προσοχή και σε λίγο φτάνω Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκεί ο δρόμος χωράει ένα μόνο αυτοκίνητο, οι λακούβες πολλές, κινούμαι κάπως πιο αργά από παλιότερα, ίσως να φταίει η πρόσφατη πτώση, ίσως ο ούτε ενός χρόνου γιος, από την άλλη δεν μπορώ να διακόψω και την πορεία μου. Αναγκαστικά καθυστερώ όσους είναι πίσω μου, ίσως βιάζονται περισσότερο από εμένα, μπορεί να είναι μητέρες που πάνε να πάρουν το παιδί από τον παιδικό, εργαζόμενοι που πάνε να πιάσουν δουλειά, ταξιτζήδες που είναι σε ώρα δουλειάς, μπορεί απλά τύποι που βολτάρουν. Έχουν όλοι τη συμπάθεια μου, αλλά δεν πρόκειται να σταματήσω για κανένα, άλλωστε και εγώ στη δουλειά μου πάω. Παραδόξως δεν ακούω ούτε ένα κορνάρισμα, καμία υποψία ξερογκαζιάς που να φανερώνει ανυπομονησία, για αντάλλαγμα στο πρώτο φανάρι κάνω δεξιά και αφήνω πολύ κόσμο να με προσπεράσει. Όσο κατεβαίνω πιο νότια ο καιρός γίνεται πιο γλυκός, η λιακάδα και οι εικόνες μιας γειτονιάς που σπάνια επισκέπτομαι με παρασέρνουν, ώσπου φτάνω στην Αχιλλέως, μία στιγμή δισταγμού, πρέπει να στρίψω ή όχι, αποφασίζω λανθασμένα να πάω ευθεία φρενάρω πολύ για να διασχίσω τις γραμμές και τότε ακούω το πιο απρόσμενο, αλλά και αδικαιολόγητο βρισίδι της ποδηλατικής μου καριέρας: τη λέξη με τα τρία “α” από ένα σεβάσμιο κατά τα άλλα 60άρη με το τυπικό SUV του. Θολώνω και αφού τον ρωτήσω ποιον είπε έτσι, του ανταποδίδω έναν τρυφερό χαρακτηρισμό με έμφαση στην ηλικία του. Δεν το συνηθίζω να ανοίγω καβγάδες στο δρόμο, ούτε πουθενά αλλού, αλλά είναι τόσο προκλητική αλλά και αδικαιολόγητη η στάση του, που η αντίδραση μού βγαίνει αυθόρμητα.
Μία συμπαθής κυρία μου δίνει ακριβείς οδηγίες, για το πώς θα βγω Αμφιθέας, φτάνω στη δουλειά μου και πρέπει να επιστρέψω. Κουβαλάω αρκετά πράγματα, είμαι ντυμένος μάλλον πιο ζεστά απ΄ότι πρέπει, ενώ πρέπει να πάω σχετικά γρήγορα στο γραφείο. Γι΄αυτό προτιμώ να γυρίσω με συγκοινωνία και επειδή βαριέμαι τις μετεπιβιβάσεις τραμ-μετρό κλπ επιλέγω να πάρω τον ηλεκτρικό από Καλλιθέα. Διασχίζω κάθετα τη Συγγρού και συνεχίζω μέχρι να βρω τις γραμμές, η μέρα είναι θαυμάσια και δεν μπορώ να αντισταθώ στο να συνεχίσω στη γνωστή διαδρομή παράλληλα με τις γραμμές μέχρι να βαρεθώ. Όμορφη και ήσυχη διαδρομή μέσα από πεζόδρομους. Κάπου βρίσκω έργα, θυμάμαι πως φτιάχνεται ο νέος ποδηλατόδρομος Φάληρο – Κηφισιά, ένα κομμάτι του είναι σχεδόν έτοιμο, υπερυψωμένο και ασφαλτοστρωμένο κράσπεδο σε σχέση με το δρόμο, ωστοσο η διαδρομή αυτή που κατασκευάζεται τώρα, ήταν ήδη απόλυτα ασφαλής για τους ποδηλάτες, με εξαίρεση 1-2 σημεία. Εδώ και καιρό σκέφτομαι πως ίσως είχαν δίκιο αυτοί που έλεγαν πως άδικα φωνάζαμε παλιότερα για ποδηλατόδρομους και αυτή η παρακάτω εικόνα επιβεβαιώνει τη σκέψη μου.



12 η ώρα το μεσημέρι και δεν υπάρχει κανένα αυτοκίνητο να κινείται ούτε να είναι παρκαρισμένο, ώστε να εμποδίζει τον όποιο ποδηλάτη.
Φτάνω στο πεζόδρομο των Πετραλώνων, πάρα πολλοί πεζοί, δεν έχει νόημα να συνεχίσω, μπαίνω στο σταθμό ηλεκτρικού. Περιμένω να πάρω το ασανσέρ, μπροστά μου μπαίνουν 3 ηλικιωμένοι μου κάνουν σήμα να μπω μέσα και ας στριμωχτούμε. Παίρνω τον συρμό, υπάρχει άλλο ένα ποδήλατο μέσα ένα νεαρός χίπστερ με το κουρσάκι του, πάει για καφέ Μοναστηράκι, ο κόσμος είναι πολύς, στριμοχνώμαστε κάποιοι θα πρέπει να καθαρίσουν τα παντελόνια τους που θα έχουν βρει στην αλυσίδα μου. Κάποια στιγμή φτάνω Μαρούσι, μένει μια καλή ανηφόρα, λίγος ιδρώτας και πίσω στη δουλειά γραφείου.



Κάποια προσωπικά συμπεράσματα λοιπόν, από αυτή αλλά και από άλλες μέρες ποδηλατώντας στην Αθήνα

  • δεν πιστεύω πως οι ποδηλάτες είμαστε κάποιο ανώτερο είδος το οποίο έχει πάντα δίκιο και πρέπει όλοι να μας σέβονται, ούτε έχουμε πάντα δίκιο, ούτε βέβαια πρέπει να πηγαίνουμε “με τον σταυρό στο χέρι” και με τον ΚΟΚ αγκαλιά μην τυχόν και κακοχαρακτηριστεί το συνάφι. Γνωρίζω πως κάποιες φορές ενοχλώ τους οδηγούς ή τους επιβάτες των ΜΜΜ, προσπαθώ στα πλαίσια του λογικού αυτό να γίνεται στον ελάχιστο βαθμό, ωστόσο θα μπω κάποια στιγμή και στο άλλο ρεύμα, θα καβαλήσω και το πεζοδρόμιο και θα μπω ανάποδα και στο μονόδρομο. Αυτά όσο γίνεται λιγότερο και όχι γιατί είμαι έξυπνος, αλλά γιατί αν δεν το έκανα θα ακύρωνα το κυριότερο πλεονέκτημα του ποδηλάτου: την ευελιξία του, η οποία σε κάνει να κινείσαι στην πόλη εξίσου γρήγορα με το ΙΧ.
  • είμαστε μειοψηφία στο δρόμο και θα είμαστε και για πάντα μειοψηφία. Όσοι και να παρατήσουν το ΙΧ τους για να καβαλήσουν ποδήλατο, πάντα θα υπάρχουν ακόμα περισσότεροι οι οποίοι δεν θα μπορούν να το κάνουν: οικογένειες με μικρά παιδιά, όσοι μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις, ηλικιωμένοι, άνθρωποι με κινητικά προβλήματα (όχι απαραίτητα ΑΜΕΑ, μία ευαισθησία στον μηνίσκο αρκεί), άνθρωποι με κακή φυσική κατάσταση, που βαριούνται, που είναι όλη τη μέρα στο δρόμο και δεν ξέρουν πού θα πρέπει να πάνε μέσα στη μέρα, άνθρωποι που η δουλειά τους ή η καθημερινότητα τους περιλαμβάνει κουβάλημα βαρών (από τον τεχνίτη που πάει στην οικοδομή μέχρι τον εργένη με τα τάπερ με το φαγητό της βδομάδας). Και βέβαια δεν υπάρχουν στεγανά, αυτός που καβαλάει ποδήλατο, πιθανότατα κάποια άλλη στιγμή της μέρας θα είναι πεζός και μοιραία κάποια άλλη στιγμή θα οδηγάει ΙΧ.
  • Αρχίζω να αμφιβάλλω για την χρησιμότητα εν γένει των όποιων “υποδομών” για το ποδήλατο. Γνωρίζω τουλάχιστον μία περιοχή, στην οποία οι ποδηλατόδρομοι βοήθησαν να αυξηθεί ραγδαία η χρήση του ποδηλάτου (μιλάω για τα Βριλήσσια), αλλά αν τα βάλει κανείς κάτω πιστεύω ότι το όποιο κόστος για ποδηλατόδρομους, θέσεις στάθμευσης για ποδήλατα, κοινόχρηστα ποδήλατα κλπ, θα έπιανε πολύ περισσότερο τόπο αν πήγαινε για γραμμές μετρό και τραμ, περισσότερα λεωφορεία, παιδικούς σταθμούς, μεγαλύτερα πεζοδρόμια κλπ.
  • Το ποδήλατο είναι ένας καταπληκτικός τρόπος για να μετακινείται κανείς, ακόμα και για καθημερινές μετακινήσεις και όχι μόνο για βόλτα. Ωστόσο είναι ανέφικτο η χρήση του να ξεπεράσει ένα ποσοστό των μετακινήσεων (και το 5% ίσως να είναι υπεραισιόδοξο). Αν θέλουμε να ονειρευόμαστε μία πόλη με πιο ανθρώπινες μετακινήσεις και λιγότερα ή και σχεδόν καθόλου ΙΧ, η μόνη εναλλακτική είναι τα ΜΜΜ.